κόμπρα

κόμπρα
η
(λ. πορτογαλ.), ονομασία του φιδιού ασπίδα ή νάγια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόμπρα — Κοινή ονομασία δηλητηριωδών φιδιών του γένους ναΐα ή νάγια (Naja), της οικογένειας των ελαπινών, της τάξης των φολιδωτών. Γνωστότερο είδος είναι η Naja naja ή Naja tripudians, γνωστή ως διοπτροφόρος κ., η οποία σκοτώνει τα θύματά της χύνοντας το… …   Dictionary of Greek

  • νάγια — (naia). Γένος ιοβόλων φιδιών της οικογένειας των Ελαπιδών που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα είδη naia haie, γνωστό με την ονομασία ασπίδα της Κλεοπάτρας και naia naia πιο γνωστό με την ονομασία κόμπρα. Η νάγια η χάγια (naia haie) λέγεται και… …   Dictionary of Greek

  • ασπίδα της Κλεοπάτρας — Φίδι, που η κοινή ονομασία του είναι κόμπρα ή κόμπρα της Αιγύπτου και ζει σε ολόκληρη την Αφρική, βόρεια και ανατολική, στην Παλαιστίνη και την Αραβία. Η α. της Κ. έχει φολίδες πάνω στο σώμα της, μαυριδερές στη ράχη και λευκές στην κοιλιά και… …   Dictionary of Greek

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • αβγό — (γράφεται και αυγό). Ο τύπος α. προέρχεται από το μεσαιωνικό αβγόν και αυτό από το αρχαίο ωόν.Ο Γ. Χατζηδάκις αναφέρει σχετικά με τις φωνητικές εξελίξεις του νεότερου από το αρχαίο, τα εξής: από τον πληθυντικό του αρχαίου τα ωά προκύπτει ο τύπος… …   Dictionary of Greek

  • οφιοφάγος — ο (Α ὀφιοφάγος, ον) αυτός που τρώει φίδια νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οφιοφάγος α) κοινή ονομασία τού πτηνού κιρκάετος β) επιστημονική ονομασία τού φιδιού βασιλική κόμπρα (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) oἱ Ὀφιοφάγοι ονομασία λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις,… …   Dictionary of Greek

  • Βόρνεο — (ινδον. Kalimantan). Νησί (743.330 τ. χλμ., 16.137.216 κάτ. το 2000) του συμπλέγματος της Σούνδης στη νότια Ασία, το μεγαλύτερο του αρχιπελάγους και τρίτο μεγαλύτερο του κόσμου, μετά τη Γροιλανδία και τη Νέα Γουινέα. Βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… …   Dictionary of Greek

  • ερπετά — (reptila). Μεγάλη ομοταξία σπονδυλοζώων που έχουν κοινούς σημαντικούς ανατομικούς χαρακτήρες, αλλά παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία ως προς τη μορφή, τις διαστάσεις και το περιβάλλον διαβίωσης (ε. αποκλειστικά χερσαία ή τυπικά υδρόβια ή αμφίβια).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”